- αντιβασιλικός
- -ή, -όο αντίθετος με τον βασιλιά ή τον θεσμό της βασιλείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + βασιλικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Κωλέττη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιβασιλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αντίθετος στο βασιλιά ή το βασιλικό θεσμό: Ζωηρή αντιβασιλική κίνηση σημειώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από τον α’ παγκόσμιο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιδυναστικός — ή, ό αντίθετος με τη δυναστεία ή τους δυνάστες, αντιβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δυναστικός < δυνάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] … Dictionary of Greek